- βουνιάς
- βουνιάς, άδος, ἡ,A French turnip, Brassica Napus, Agatharch.51, Nic.Fr.70.3, J.AJ3.7.6, Dsc.2.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουνιάς — French turnip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδα — βουνιάς French turnip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδας — βουνιάς French turnip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδι — βουνιάς French turnip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδος — βουνιάς French turnip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάσιν — βουνιάς French turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριοβλάσταρο — Κοινή ονομασία του φυτού γνωστού επιστημονικώς ως βουνιάς η ερακώδης της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι πόα μονοετής, τριχωτή με αδένες, ύψους 20 60 εκ., και έχει άνθη κίτρινα, με μικρό βότρυ. Οι τρυφεροί βλαστοί του τρώγονται ως λαχανικά στην … Dictionary of Greek
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek
μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς … Dictionary of Greek
μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό … Dictionary of Greek
αγριογαλιά — Κοινή ονομασία δύο φυτών. Το ένα είναι η καμπανούλα η κλαδώδης της οικογένειας των καμπανουλιδών. Ο βλαστός της έχει ύψος 30 εκ., με πολλά κλαδιά. Τα κατώτερα φύλλα της είναι μακρουλά και τα ανώτερα ωοειδή. Τα άνθη της είναι ιώδη με μακρύ ποδίσκο … Dictionary of Greek